- ρουτινιέρης
- ο θηλ, -ισσα αυτός που ακολουθεί τη ρουτίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουτινιέρης — ο, θηλ. ρουτινιέρισσα και ρουτινιάρης, θηλ. ρουτινιάρισσα, Ν αυτός που ακολουθεί τη ρουτίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. routinier (βλ. λ. ρουτίνα)] … Dictionary of Greek
ρουτινιάρης — ο, θηλ. ρουτινιάρισσα, Ν βλ. ρουτινιέρης … Dictionary of Greek
ρουτινιέρικος — και ρουτινιάρικος, η, ο. θηλ. και ια, Ν [ρουτινιέρης] αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη ρουτίνα, χωρίς καμιά πρωτοτυπία («ρουτινιέρικη δουλειά») … Dictionary of Greek